- αλαφρογιορτή
- ημικρή και ανεπίσημη γιορτή, κατά την οποία επιτρέπεται η εργασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο-* + γιορτή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… … Dictionary of Greek
αλαφρογιορτούλα — η υποκορ. τού αλαφρογιορτή … Dictionary of Greek
αλαφρογιόρτι — το η αλαφρογιορτή … Dictionary of Greek
αλαφρόσκολη — η η αλαφρογιορτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκόλη] … Dictionary of Greek